- Τροιζηνίς
- Τροιζήνιοςfem nom sgΤροιζηνίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροιζήνιος — α, ο / τροιζήνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τροζηνίς και τροιζηνίς, ίδος, Α [Τροιζήνα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τροιζήνα, πόλη τής Αργολίδας 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την παραπάνω πόλη 3. το αρσ. ως ουσ. ο Τροιζήνιος ο… … Dictionary of Greek
Τροιζηνίδα — Τροιζήνιος fem acc sg Τροιζηνίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)